λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

39. Frank O' Hara: Νέα Υόρκη


Βήματα

Πόσο αστεία είναι σήμερα η Νέα Υόρκη
σαν την Τζίντζερ Ρότζερς στο Σουίνγκταϊμ
και το καμπαναριό του Σεντ Μπρίτζετ που γέρνει λίγο αριστερά
μόλις σηκώθηκα απ' ένα κρεβάτι χορτασμένος από μέρες της Νίκης
(είχα βαρεθεί τις μέρες της Απόβασης) κι εσύ ακόμα γαλανή
με δέχεσαι ανόητο κι ελεύθερο.
Tο μόνο που θέλω είναι ένα δωμάτιο εκεί ψηλά
κι εσένα μέσα.
Aκόμα και το στοπ της κυκλοφορίας τις ώρες αιχμής
είναι ένας τρόπος για να τρίβονται μεταξύ τους οι άνθρωποι
κι όταν τα χειρουργικά τους όργανα αγκαλιαστούν
να μείνουν έτσι
για την υπόλοιπη ημέρα (τι μέρα).
Πάω να ελέγξω ένα σλάιντ και λέω
αυτός ο πίνακας δεν είναι τόσο γαλάζιος.

Που είναι η Λάνα Τέρνερ
βγήκε για φαγητό
και η Γκάρμπο είναι στα παρασκήνια του Μετροπόλιταν,
όλοι βγάζουν τα παλτά τους
κι έτσι μπορούν να δείξουν ένα θώρακα στους θωρακοθεατές'
και το πάρκο είναι γεμάτο χορευτές με τα κολάν και τα παπούτσια τους
μέσα σε μικρές τσάντες
που συχνά τους περνούν για εξωτερικούς εργάτες
του τμήματος Υ στο Γουέστ Σάιντ
γιατί όχι;
H ομάδα Πάιρετς του Πίτσμπουργκ ξεφωνίζει γιατί νίκησε
και κατά κάποιο τρόπο νικάμε όλοι
Είμαστε ζωντανοί.
Tο διαμέρισμα άδειασε απ’ το χαρούμενο ζευγάρι
που πήγε για πλάκα στην εξοχή
έφυγαν μια μέρα νωρίτερα,
ακόμα και τα μαχαιρώματα κάνουν καλό στην πληθυσμιακή έκρηξη
αν και σε λάθος χώρα,

κι όλοι εκείνοι οι ψεύτες έφυγαν από τον ΟΗΕ,
το κτίριο Σίγκραμ δεν είναι πλέον πόλος έλξης,
όχι πως χρειαζόμαστε ένα ποτό (απλά μας αρέσει)

και η μικρή κούτα είναι έξω στο πεζοδρόμιο
δίπλα στο μπακάλικο
κι έτσι ο γέρος μπορεί να καθίσει να πιει τη μπύρα του
κι αργότερα η γυναίκα του θα τον πετάξει έξω απ’ το σπίτι
καθώς ο ήλιος θα λάμπει ακόμα

ω θεέ είναι υπέροχο
να σηκώνομαι απ' το κρεβάτι
και να πίνω τόσο πολύ καφέ
και να καπνίζω τόσα πολλά τσιγάρα
και να σ' αγαπώ τόσο πολύ.

Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

από την Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα
Εκδόσεις: Ηριδανός, 2007


* * *


Νυχτερινό

Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο
από το να αισθάνομαι άσχημα
και να μην μπορώ να σου το πω.
Όχι γιατί θα με σκότωνες
ή θα σε σκότωνε ή γιατί
δεν αγαπιόμαστε πολύ.
Είναι η απόσταση. Ο ουρανός είναι γκρι
και καθαρός, με ροζ και
μπλε σκιές κάτω από κάθε σύννεφο.
Ένα μικροσκοπικό αεροπλάνο ρίχνει
τη σκιά του στο κτήριο του ΟΗΕ.
Τα μάτια μου, όμοια με εκατομμύρια
γυάλινες πλατείες, απλά αντικατοπτρίζουν.
Κάθε τι βλέπει μέσα από μένα,
στη διάρκεια της μέρας καίγομαι
τη νύχτα κρυώνω' είμαι χτισμένος
με λάθος τρόπο ως προς
το ποτάμι και μια ήπια καταιγίδα
θα έσπαγε την κάθε μου ίνα.
Γιατί δεν κατευθύνομαι ανατολικά και δυτικά
αντί για βόρεια και νότια;
Είναι σφάλμα του αρχιτέκτονα.
Και σε λίγα χρόνια θα είμαι
άχρηστος, ούτε καν ένα κτίριο
γραφείων. Γιατί δεν έχεις
τηλέφωνο και μένεις τόσο
μακριά' το σήμα της Pepsi,
οι γλάροι κι ο θόρυβος.

Φρανκ Ο' Χάρα

Μετάφραση: Ρήγας Κούπα

από την ανθολογία Η Έλξη των Ομωνύμων
Εκδόσεις: Οδυσσέας, 2005

*
Φωτ: iqholidays.com και www.una-westtriangle.org
(στην δεύτερη, το κτίριο του ΟΗΕ)


Ετικέτες , ,

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

38. Federico García Lorca: Κόρδοβα


Το τραγούδι του καβαλάρη

Μακρινή μου Κόρδοβα
μοναχική μου Κόρδοβα.

Άλογο μαύρο μεγάλο φεγγάρι
ελιές μες στο ταγάρι μου.
Ξέρω τους δρόμους σαν την παλάμη μου
κι όμως ποτέ δε θα φτάσω
στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Μεσ' απ' τον κάμπο μέσ' απ τον άνεμο
άλογο μαύρο κόκκινο φεγγάρι.
Είναι ο θάνατος εκεί και με παραμονεύει
ψηλά απ' τους πύργους πάνω
της μακρινής μου Κόρδοβας.

Αχ, τι μακρύς που είναι ο δρόμος
αχ, το μαύρο το άξιο τ' άλογό μου.
Αχ κι ο θάνατος εκεί να με προσμένει
ώσπου να φτάσω κάποτε
στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Μακρινή μου Κόρδοβα
μοναχική μου Κόρδοβα

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

από την ανθολογία Άρης Αλεξάνδρου, Διάλεξα
Εκδόσεις: Κείμενα, 1984


* * *

Τραγούδι του καβαλάρη

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Άλογο μαύρο, ψεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου.
Αν και ξέρω τους δρόμους,
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Μεσ' απ' τον κάμπο, μεσ' απ' τον αέρα,
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ο θάνατος με κοιτάζει
απ' τους πύργους της Κόρδοβα.

Αχ, τι δρόμος μακρύς!
Αχ, γενναίο άλογό μου!
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα. Μακρινή και μόνη.

Μετάφραση: Μόσχος Λαγκουβάρδος

από την Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα
Εκδόσεις: Λωτός, 2000
*
Φωτ: upload.wikimedia.org
Κόρδοβα, η Ρωμαϊκή γέφυρα του Γουαδαλκιβίρ


Ετικέτες , , ,

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

37. Αριστοτέλης Νικολαΐδης: Παρίσι



Παρίσι, Απρίλης 1974

Α, πώς περνούν οι επταετίες!

Από καφέ σε καφέ
διαβάζοντας εφημερίδες
διυλίζοντας τις στήλες
διυλίζοντας τον κώνωπα'

καφέ πολύ κι ολίγη
χαφιέδες ουκ ολίγοι

από το βιβλίο Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Συγκεντρωμένα Ποιήματα 1952-1990
Εκδόσεις: Πλέθρον, 1991

*
Φωτ: Cafe Flore, Παρίσι - του Toshio Tamaki από το photo.net

Ετικέτες , , ,

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

36. Margareta Ekström: Κοπεγχάγη


Ταξίδι στην Κοπεγχάγη

Ήταν δύο Απριλίου. Το τελευταίο χιόνι έλιωνε απ' το ζεστό αεράκι όταν ξεκινούσαν με το Φορντ Καμπριολέ. Ο εργοστασιάρχης εμπιστεύτηκε τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια, της γειτόνισσας ενώ ο ίδιος πόζαρε σε στάση "εκκινήσεως" με το χέρι στη μανιβέλα. Σήκωσε τα μάτια του χαμογελώντας, ενώ η γειτόνισσα πάτησε το κουμπί. Η φωτογραφία αυτή μεγεθύνθηκε αργότερα σε ματ καφετί χαρτί και γέμισε μια ολόκληρη σελίδα στο άλμπουμ.

Έφτασαν ζαλισμένες και με πρησμένα πόδια. Τα ταγιέρ που τους είχε ράψει η δεσποινίς Γιάνσον στο Σίλσμπου από αγγλικό τουΐντ, ήταν βαριά και ζεστά, και αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις της, καθόλου της μόδας.

Στην Κοπεγχάγη οι γυναίκες φορούσαν... Τι φορούσαν αλήθεια; Πετούσαν ανάλαφρες. Τα κεφάλια ψηλά. Ψιλοτάκουνες σαν κοκότες. Καλυμμένες με βέλα σαν καλόγριες. Με μαύρα και μωβ σαν εταίρες. Αλλά με κάποια κυριίστικη έκφραση γύρω στα στόματα τους, έστω και αν κάπνιζαν πουράκια. Η Έλνα και ή Ίντα πιάστηκαν απ' το χέρι. Τσιμπούσαν η μια την άλλη δυνατά μέσα από τα δερμάτινα γάντια. Έτσι πιασμένες διέσχισαν την πλατεία και μπήκαν στο δρόμο του ξενοδοχείου.

Ο κύριος και η κυρία Σβένσον έμεναν στον πρώτο όροφο, στο δωμάτιο 114, που ήταν σουίτα με καθιστικό και λουτρό. Οι αδελφές έμεναν στον τέταρτο όροφο. Εκεί τα δωμάτια ήταν μικρά και η σκάλα απότομη, αλλά η xαμηλή τιμή τους, ταίριαζε στο βαλάντιο τους. Στον τοίxo, πάνω απ' το κομμό, ήταν κρεμασμένη μια μπάντα κεντημένη με κίτρινους και μπλε πανσέδες και το ίδιο μοτίβο υπήρxε στην πλάτη, της μοναδικής πολυθρόνας. Ήταν πολύ σικ και η Έλνα σxεδίασε το μοτίβο στο σημειωματάριό της για να το αντιγράψει στο σπίτι.

Ο κύριος Σβένσον τις προσκάλεσε στο Βίβεξ, όπου ο κόσμος γελούσε και τραγουδούσε κι έτρωγε σάντουιτς από λεπτές φέτες πικρό ψωμί και η μπύρα, τους ανέβηκε ολωνών στο κεφάλι. Μετά απ' αυτό, έφυγε με τη Φορντ για να συναντήσει πελάτες, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του με τις ημικρανίες της και τα μουσεία.



Η Έλνα και η Ίντα πήγαιναν περίπατο στο Τίβολι [φωτ] , όπου υπήρχαν τουλίπες σ' όλα τα χρώματα της ίριδας και οι καστανιές είχαν ροζ άνθη που δεν τα είχαν ξαναδεί και όπου τα βράδια φωτιζότανε ο ουρανός απ' τα βεγγαλικά. Τα λουλούδια απ' τις σφεντάμες ήταν πεσμένα στα πεζοδρόμια και σκόρπιζαν ένα γλυκό άρωμα και από τ' αμάξια ξεπρόβαλλαν πρόσωπα όμορφα σαν στο σινεμά. Οι ευέλπιδες είχαν πέταλα στα τακούνια τους και τους άκουγες από πολύ μακριά.

Οι κόκκινες στολές ήταν πολύ όμορφες, σκεφτόταν ή Ίντα, αλλά δεν τόλμησε να το πει δυνατά.

Το ίδιο όμως σκεφτότανε κι η Έλνα και γι αυτό πήγαιναν συχνά στο ανάκτορο του Αμάλιενμποργκ - από ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική του...

Μαργκαρέτα Έκστρομ

Μετάφραση: Νίκη Κώνστα

από το βιβλίο 17 φωνές από τη Σουηδία
Εκδόσεις: Τεκμήριο, 1979
*
Φωτ: a. του Steven Richman, από http://fineartamerica.com και
b. από Wikimedia Commons

Ετικέτες , ,