146. Μιχάλης Πιερής: Κατάνια
Βράδυ Σαββάτου στην Κατάνια
Un momento per monumento
«Ένα λεπτό για τη μνημείωση», είπα
με τα φτωχά μου ιταλικά και σ' έπιασαν
τα γέλια, «εδώ το χιόνι κι η φωτιά πάνε μαζί,
μην πεις λέξη παραπάνω, μπορεί και να καείς
το ηφαίστειο δεν είναι μόνο στο βουνό,
είναι κι εδώ, κι αν δεν το ξέρεις μάθε το,
πατούμε σε κρατήρα», είπε η Σάντρα
σερβιτόρα στο Nievski, σκούρα όπως
η παναγιά η κατανέζα στο Μουσείο
(χειρ αγνώστου δέκατου έκτου αιώνα),
αυτή μας καθυστέρησε την άλλη μέρα,
ρύθμισε την ώρα κι έφτιαξε τη μέρα φωτεινή,
να πέσουμε στα σμήνη των κανονικών
που έβγαιναν απ' τον ναό και σκόρπιζαν
στην πόλη κι έβλεπες απόφαση ζωγραφιστή
στο κούτελό τους, μην παραστεί ανάγκη
και τότε θ' ανασύρονταν απ' το βυθό
τα πιάνα. Θ' άνοιγαν καταπακτές, παλιά
μπαούλα και ντουλάπια, σοφίτες κι αποθήκες
κι από κελάρια θα έβγαζαν τα όργανα
να κελαρύσουν μες στο φως το έβλεπες,
είχαν μια πίστη δυνατή στη δύναμή τους,
γι αυτό κι αφήναν τα παιδιά να έρχονται
στα όνειρά τους με ξένα όργανα, ξένους
σκοπούς να παίζουν, να ντύνονται ξενό-
τροπα, παιδιά είναι έλεγαν, ας ερωτευτούν,
ας παίξουν, ας γελάσουν, τώρα κρατάμε
εμείς τα μπόσικα, σαν έλθει η ώρα να φύγουμε
κλεισμένοι μέσα στην τιμή και στην υπόληψή μας
θα παραλάβουν τότε αυτοί και θα 'ναι ίδιοι
σαν κι εμάς. Κανονικοί πολίτες της πατρίδας.
Βράδυ Σαββάτου στο Nievski, στους τοίχους
πρόσωπα βουβά σαν όπως τις ταινίες του Άιζενστάιν
Κούδροι, Μεξικανοί και Κουβανοί και Παλαιστίνιοι
πρόσφυγες όλοι μες στα καταφύγια του Τσε,
του Γιάσερ, του Οτσαλάν και του Φιντέλ,
κι από ψηλά η σκέπη του Ένγκελς και του Μαρξ
και του Πικάσο. Όμως θα ήσαν πάντα σιωπηλοί,
σκεφτόμουν, βουβοί και πεθαμένοι αν δεν ήσουν
εσύ, αν δεν τους έδινες ζωή, ηφαίστειο εν ενεργεία,
με κοίταξες βαθιά κι εννόησες τι γύρευα από σένα,
εσύ, μια κατανέζα, σερβιτόρα, απ' τη ζωή σου
έπαιρναν ζωή κι από το φως σου φως, «η λάβα
είναι εδώ», μας εξηγούσες τόσο απλά, καθώς
κελαϊδούσε στα κοραλένια χείλη σου η τοπική
λαλιά, τα κατανέζικα σισιλιάνικα μιας πόλης
τρυφερής κι ας είν' παντού στην όψη της
τα τρομερά σημάδια της καταστροφής
και τότε μόνο σκέφτηκα πως κάτω απ' το
πλακόστρωτο, τις μαύρες πέτρες, απλώνεται
ο τρυφερός ανασασμός της πόλης, σπλάχνα
πηγάδια, κρύο νερό, κοίτη σταματημένης λάβας,
φτερούγισμα ψυχής και προσευγή εν ενεργεία.
Η Σάντρα η κατανέζα, σερβιτόρα στο Νievski,
με στρίμωξε σε μια γωνιά και μου 'δωσε φιλί
καυτό και δροσερό σαν λάβα μες στο χιόνι.
Μα όταν της γύρεψα τη σύσταση και αριθμό
του τηλεφώνου, «εδώ ο έρωτας είναι σαν άσκηση
της ανθρωπιάς μας», είπε απλά και μ' άφησε
ξερό, αυτή ρευστή τραβήχτηκε και χάθηκε
μες στις στοές της τρατορίας κι εγώ σαν στήλη
άλατος κοιτούσα σύξυλος τα πρόσωπα
στους τοίχους κι είδα και το δικό μου μούτρο
εντοιχισμένο, επαναστάτης του γλυκού νερού
της mecca-cola, με τόσα λόγια της νυχτός
και δίχως πράξη.
Κατάνια, Νοέμβριος 2004
από το Οροπέδιο, τχ. 3
Καλοκαίρι 2007
*
Φωτ: flickr.com, από giopuo
Η Κατάνια και η Αίτνα
Ετικέτες ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ 4, ΕΥΡΩΠΗ 5, Ιταλία
<< Αρχική σελίδα