λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

128. Ουώλτ Ουίτμαν: Λίμνη Οντάριο


Στη γαλάζια όχθη της Οντάριο
1

Πλάι στη γαλάζια όχθη της Οντάριο
Καθώς σκεφτόμουνα τις μέρες του πολέμου, τη σημερινή ειρήνη αλλά και τους νεκρούς που πια δε θα γυρίσουν,
Φάντασμα γιγαντιαίο και μεγαλόπρεπο με πρόσωπο αυστηρό στάθηκε δίπλα μου
Και Ψάλλε μου, είπε, το ποίημα της Αμερικής που βγαίνει απ΄την καρδιά της, ψάλλε της νίκης το τραγούδι,
Της Λευτεριάς ξεκίνα τους παιάνες, πιο βροντερούς παρά ποτέ,
Ψάλλε πριν φύγεις το τραγούδι για της Δημοκρατίας τις αγωνίες και τα δεινά.

(Δημοκρατία, χρισμένη εσύ νικήτρια, κι όμως σε κάθε βήμα απατημένη
Από χαμόγελα υποκριτικά, θάνατο κι απιστία.)

[....]
19
Έτσι, πλάι στη γαλάζια όχθη της Οντάριο
Κι ενώ με ρίπιζαν οι άνεμοι και το 'να μετά τ' άλλο με φτάνανε τα κύματα
Με τους παλμούς της δύναμης ερρίγησε η καρδιά μου κι ήμουν πια δέσμιος της γοητείας του θέματός μου
Ώσπου τα πέπλα που με τύλιγαν σκιστήκανε
Και τις ελεύθερες των ποιητών αντίκρισα ψυχές'
Οι πιο μεγάλοι βάρδοι των περασμένων εποχών περάσανε μπροστά μου,
Άνδρες παράξενοι, πανύψηλοι, αξύπνητοι από χρόνια κι αφανέρωτοι αποκαλύφθηκαν στα μάτια μου μπροστά.
... ... ...
(1856)

Walt Whitman

Απόδοση: Γιάννης Βαρβέρης

από το Πλανόδιον, τχ.9
Μάρτης 1989
*
Φωτ: boomersrvingstyle.wordpress.com

Ετικέτες , , ,

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

127. Αναστάσης Βιστωνίτης: Έλις Άιλαντ (Το Νησί Έλις)

Image and video hosting by TinyPic
Ellis island

O ήλιος ανέτειλε μέσα στο τζάμι,
φάνηκε ένα κομμάτι ξηλωμένο στρώμα,
η πράσινη πόρτα ράγισε τον καθρέφτη,
φτερά και πούπουλα περιστεριών, χαλίκια.

Στη γωνία του καθρέφτη άστραψαν ασημένιες κλωστές,
άνοιξε η πόρτα, φάνηκε η θάλασσα
με φόντο ένα σκοτωμένο κόκκινο
σαν φωτογραφία που γέρασε μέσα στο φως,
και πίσω το καράβι σταματημένο,
γκρίζοι καπνοί, κατέβαιναν οι επιβάτες
με τις βαλίτσες, τα τσαλακωμένα ρούχα τους,
τραγιάσκες, χιονισμένα μάτια.

Ο χρόνος γυρίζει τη μανιβέλα
και μέσα από τους τριγμούς, τα φαγωμένα δόντια,
ακούς φωνές, σφυρίχτρες, γλώσσες άγνωστες...
κάποιος κοιτάει το ρολόι του
με τη φτηνή αλουμινένια αλυσίδα.
Έκλειναν τον ορίζοντα υψικάμινοι,
προπολεμικοί καπνοί, και στα στενά
έξοδοι κινδύνου, ακατοίκητα μπαλκόνια,
τοπία του σκουπιδιού και των απόβλητων.

Μέσα στην τσίκνα και τη μαυρίλα
ατέλειωτες σειρές εγγαστρίμυθοι
με τ' άχαρα παλτά τους, τα κλειστά πουκάμισα,
μαύρες λίμνες και σκαμμένα πεζοδρόμια
και να λεν καθώς περνούν οι μπότες από τα νερά
ένα τραγούδι που ραγίζει.

Μέσα στο τζάμι χύνεται η ζωή
σαν τ' απόβλητα του πλυντηρίου.
Ένα παράθυρο σημαδεύει το κενό,
η ανάσα κιτρινίζει το ξύλο,
θαμπώνει το γυαλί, κρύβει τον άνεμο,
το στραβωμένο καρφί που ξεπροβάλλει —
εκεί πάνω κρέμασες το πανωφόρι σου,
εκεί πάνω άφηνες χρόνια το καπέλο σου,
όπως έμπαινες κι έμπαζε η νύχτα,
όπως έβγαινες και σε ρουφούσε η μέρα
γεμάτη καφετιές κηλίδες, λερωμένα κίτρινα,
όπως στράγγισες, Γιώργο από τα Καλάβρυτα
μέσα στο ρύπο της κουζίνας και στο καφτό νερό.

Στην άκρη του παράθυρου μια γωνιά του κρεβατιού,
το φως τρύπησε τον τοίχο και βρόντησε στον καθρέφτη,
άδειασε το γυαλί κι άστραψε σαν μάτι,
μπήκε το περιστέρι από την πόρτα,
φάνηκε πίσω η θάλασσα, χρυσή,
κι έλαμπε κάτω από την επιφάνεια
η πράσινη πόρτα σαν υποβρύχιο δάσος.

από την συλλογή Οι κήποι της σελήνης
Εκδόσεις: Ρόπτρον, 1990

*
Φωτ: pinksplash.com
Το νησί Έλις, στο λιμάνι της Νέας Υόρκης

Ετικέτες , ,

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

126. Καρλ Σάντμπουργκ: Σικάγο

Image and video hosting by TinyPic
Σικάγο

Χασάπη γουρουνιών του κόσμου
Κατασκευαστή εργαλείων, Αποθηκάρη Σιταριού,
Παίχτη Σιδηροδρόμων, Χειριστή των Ναύλων του Έθνους.
Μανιασμένο, βραχνό καυγατζίδικο.
Πόλη των τετράγωνων ώμων.
Μου λέν' πως είσαι αισχρό, και τους πιστεύω. Γιατί είδα
τις βαμμένες σου γυναίκες κάτω απ' το γκάζι
να ξεγελούν τα χωριατόπαιδα.
Και μου λέν' κακοποιό πως είσαι, κι' απαντώ:
Ναι, είδα τους δολοφόνους να σκοτώνουν και μετά
να τους αφίνουν λεύτερους για να ξανασκοτώσουν.
Και μου λέν' χτηνώδικο πως είσαι κι' απαντώ :
Στα πρόσωπα παιδιών και γυναικών είδα, ναι, τα σημάδια
της δίψας ν' ασελγήσουν.
Κι' έχοντας απαντήσει σ' όλα αυτά στρέφω ακόμα μια φορά
σ' εκείνους που σαρκάζουν έτσι για την πόλη μου,
και τους γυρνώ το σαρκασμό τους, και τους λέγω:
Ελάτε σεις και δείξτε μου μιαν άλλη πόλη που να τραγουδά
με το κεφάλι της ψηλά, που τόσο περήφανη γιατ' είναι άξεστη,
και ζωντανή και δυνατή και κατεργάρα.
Μαγνητικές βλαστήμιες ρίχνοντας, κι' ενώ κοπιάζει για να βάλει
τη μια δουλειά πάνω στην άλλη, εδώ ένας ψηλέας είναι,
γεμάτος δύναμη στο χτύπημα, που ολοζώντανο τον βάλαν
μπρος στις μικρές απαλές πόλεις,

Άγριο σαν σκυλί λαχανιασμένο, έτοιμο ν' αρπάξει, πονηρό,
σαν άγριος άνθρωπος που η ερημιά τον πολεμάει,
Ξεσκούφωτος,
Φτυαρίζοντας,
Γκρεμίζοντας,
Σχεδιάζοντας,
Χτίζοντας, χαλώντας, ξαναχτίζοντας,
Κάτω από τον καπνό, με σκόνη ολόγυρα στο στόμα, γελώντας
μ' άσπρα δόντια
Γελώντας κάτω από το τρομερό βάρος της μοίρας,
σαν παληκάρι πού γελάει,
Γελώντας μάλιστα καθώς ένας ανήξερος πολεμιστής
όπου δεν έχασε ποτέ μια μάχη,
Γελώντας με καυχησιές, πως στου χεριού του τον καρπό
είναι ο σφυγμός, και μέσα στα πλευρά του, του λαού η καρδιά,
Γελώντας!
Γελώντας το μανιασμένο, το βραχνό, το καυγατζίδικο γέλιο των νειάτων,
μισόγυμνο, ιδρωμένο, περήφανο που 'ναι
Χασάπης γουρουνιών,
Κατασκευαστής εργαλείων, Αποθηκάρης Σιταριού, Παίχτης Σιδηροδρόμων
και Χειριστής των Ναύλων του Έθνους.

Carl Sandburg

Μετάφραση: Κ. Βινέλλης

από την παγκόσμιο ανθολογία ποιήσεως, τμ.β΄
των Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά
Εκδόσεις: Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953
*

Φωτ: skyscraperpicture.com

Ετικέτες , ,