λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

78. Πέτρος Αμπατζόγλου: Άνδρος


Τι θέλει η κυρία Φρήμαν

Και δε βλέπω γιατί να φύγουμε από την Άνδρο και να πάμε σε κάποιο άλλο νησί. Τι ν' αλλάξουμε και γιατί. Εδώ τα έχουμε όλα. Το δωμάτιο μας με τα καθαρά σεντόνια, με τη βεράντα, την κουζίνα μας με τα δυο ψυγεία, με το γκάζι μας, με τα παγωμένα φρούτα μας.

Μια χαρά όλα. Και από θέα το ωραιότατο λιμανάκι του Μπατσί, χωρίς τα φοβερά φεριμπότ που μοιάζουν με σκάφες. Το λιμανάκι μας γαλάζιο μέχρι πλήξης. Τότε ήταν το ίδιο, όμως μ' ελάχιστα σπίτια. Τότε θυμάμαι ένα ξενοδοχείο μονάχα. Λίγα παράθυρα, μια ταρατσούλα. Θυμάμαι, ήταν Πάσχα και μέναμε κάπου εκεί στα δεξιά, δίπλα στο φούρνο. Τότε ήταν διαφορετικά, νομίζω. Λέω τότε, αντί να πω πριν είκοσι πέντε χρόνια.

Είναι κάτι φοβερό, γιατί τα θυμάμαι όλα ακίνητα. Ακόμα και μας ακίνητους κάτω από κάτι αμμόδεντρα. Πολλά χρόνια. Ας είναι. Ήταν Ανάσταση και φάγαμε μαγειρίτσα στο μικρό εστιατόριο με τα κεριά αναμμένα... Νόστιμη ήταν, σπιτικιά, που λέμε. Όχι, δηλαδή, πως είμαι κανένας κοιλιόδουλος, λίγο φαΐ, αλλά καθαρό και νόστιμο. Έτσι είναι το σωστό. Μια χαρά είμαστε λοιπόν εδώ στην ωραία μας ακρογιαλιά, σχεδόν μόνοι, όπου να 'ναι τα παιδάκια θα φύγουν, δε βαριέσαι, άσ' τα να φωνάζουν, θα φύγουν κάποτε. Έχουμε και τη φέτα μας, ν' αγοράζεις πάντα μαλακιά φέτα, γιατί η σκληρή τρίβεται σαν ασβέστης. Έχουμε τις ντομάτες μας, το αλάτι μας, το αγγουράκι μας, το φρέσκο ψωμί μας. Τι άλλο θέλουμε. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως νοστιμιά είναι απλούστατα η όρεξη που έχεις.

Γιατί λοιπόν ν' αλλάξουμε νησί. Όχι, πες μου. Έχω κι εγώ αυτή εδώ τη γωνιά, όπου ξαπλώνω στη σκιά μ' ένα στρώμα φύκια και συ πάλι απολαμβάνεις τον ήλιο και σιγοψήνεσαι όσο θέλεις. Κι έχει μια περίεργη υγρή δροσιά με μυρωδιά ιωδίου αυτή η σπηλιά. Όχι δα και σπηλιά, αλλά, ας πούμε, μια κοιλότητα βράχου και μ' αρέσει πολύ όπως μέσα από αυτή τη σπηλιά βλέπω έξω να φλέγεται ο τόπος. Είναι ωραία που πίνω έτσι το ούζο μου. Το ούζο είναι παυσίπονο. Έτσι μου είχε πει κάποτε η κυρία Φρίμαν.

Από το βιβλίο Τι θέλει η κυρία Φρίμαν
Εκδ. Κέδρος, 1987

*
Φωτ: panoramio.com
(by Vangelis Doutsio...)

Ετικέτες , ,

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

77. Βασίλης Καραβίτης: Πασαλιμάνι


Πασαλιμάνι 1970

Τσιμέντο άφθονο σκέπασε
Τις παιδικές μας πατημασιές
Τα ίχνη των πνιγμένων
Κι αυτών που ναυαγήσαν στην στεριά.
Τέτοιαν ώρα ανεβάζει η θάλασσα τον καημό τους.
Ξυπνάει τους ενοίκους της πλατείας
Βγαίνουν τρομαγμένοι στην πόρτα τους
Κι εκθέτουν κλεψίγαμα όνειρα.
Τ' αφήνουν εκεί χωρίς σημείωμα
Και ξαναπάνε για ύπνο.

Μου ταιριάζουν αυτά τα σπίτια.
Αυτό το λιμάνι.
Αυτή η σταματημένη θάλασσα
που ξέχασε την πηγή της.

Από το βιβλίο Φόρμουλες για μιαν άγνωστη ζωή
Εκδ. Διαγώνιος, 1982

*
Φωτ: greecephotos.gr

Ετικέτες , , ,

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

76. Νίκος Λάζαρης: Λυκόβρυση


Ηχώ των προαστείων

Αν περάσεις από τη Λυκόβρυση
κοίταξε για λίγο τα βουνά που καθρεφτίζονται
στις ράχες των σπιτιών, το παλιό υδραγωγείο,
τον αχυρώνα (λίκνο των παιδικών μας χρόνων)
τα κυπαρίσσια που στέκονται μέρα-νύχτα σ' ετοιμότητα
σαν άντρες εκτελεστικού αποσπάσματος.

Αν περάσεις από τη Λυκόβρυση
κοίταξε τους πιστούς που βαδίζουν με τα γόνατα
στο δρόμο που οδηγεί στο μοναστήρι της Χρυσοβαλάντου,
τα έρημα σφαγεία, το νεκροταφείο αυτοκινήτων σ' ένα οικόπεδο
της Δυτικής πλευράς, τα εργοστάσια μαρμάρων
που το γάλα τους ταΐζει την αυγή τα πουλιά.

Αν περάσεις από τη Λυκόβρυση
κοίταξε τα χρωματιστά νερά της Δύσης
καθώς πέφτουν στις πλάκες του ηλιακού χωριού,
το λόφο των σκουπιδιών στο δάσος, την τσάπα
το φτυάρι, το ζεμπίλι, τις στέρνες που απόμειναν
— μουσειακά εκθέματα μιας άλλης ζωής'

κι ύστερα σκύψε πάνω στη γη ν' ακούσεις
το θρόισμα των ψυχών
και μέτρησε όσους στο μικρό τούτο τόπο
βουλιάζουν μέσα στην πλήξη και την άγνοια,
αυτούς που ο φόβος ύπουλα
τους μαχαιρώνει στα σκοτεινά
κι εκείνους που όρθιοι πίσω
από κλειστά παράθυρα μαραίνονται
σαν τσαμπιά πάνω σε κλήματα
που κανένα στοργικό χέρι κηπουρού
δε φρόντισε να κόψει.

Από το Πλανόδιον
τχ. 12 / Ιούν. 1990

*
Φωτ: wikipedia.org
Γειτονιά στη Λυκόβρυση

Ετικέτες , ,

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

75. Τάσος Γαλάτης: Θήβα


Στις γειτονιές της Θήβας

Ποιος δε θυμάται, ποιος δε μνημονεύει
τις σημαδιακές στιγμές της δυναστείας μας
τη φονική συνάντηση στο τρίστρατο
την αναρρίχηση του Οιδίποδα στο θρόνο της Καδμείας
τους μαντικούς παροξυσμούς του Τειρεσία
τις αμετάκλητες διακηρύξεις του Κρέοντα
τις διαδοχικές εξάρσεις του λοιμού.

Όμως κανείς δε συλλογιέται
ότι εδώ σ' αυτές τις γειτονιές της Θήβας
τέσσερα μικρά παιδιά
χωρίς να υποψιάζονται την αιμομικτική τους φύτρα
χωρίς να νοιάζονται πως ήταν βασιλόπουλα
η Αντιγόνη κι η Ισμήνη έπαιζαν τις αιώνιες μητέρες
βυζαίνοντας τις πήλινες πλαγγόνες τους
ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης παρίσταναν τους πολεμάρχους
πλέκοντας ασπίδες από λυγαριές και βούρλα
κι όλοι μαζί στην κάψα του καλοκαιριού
τσαλαβουτούσαν στα νερά της Δίρκης.

Κι από μακριά, πολύ μακριά
σαν να ξεκινούσε οπό την αρχή του κόσμου
τις νύχτες της αγρύπνιας έφτανε στα αυτιά μας
ο θρήνος ενός αγοριού παρατημένου στα λογγά του Κιθαιρώνα.

Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός της ιστορίας
αυτά τα ασήμαντα συμβάντα
είναι που δοξάζουν τη δυναστεία μας
αυτά μας στέριωσαν και δε λυγίσαμε
στα χρόνια του λοιμού.

Από την Φιλολογική πρωτοχρονιά 2009
Εκδόσεις: Μαυρίδη

*
Φωτ: thiva.gr

Ετικέτες , ,